Δευτέρα 3 Αυγούστου 2015


 

 Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ  ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ

 

Άρθρο του Στρατή Παπαμανουσάκη

 

 

Α΄

Ο ΑΛΕΞΗΣ ΤΣΙΠΡΑΣ

ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ

Δεν υπάρχει φυσικά τέλος στην Ιστορία, όσο συνεχίζεται η ζωή των ανθρώπινων κοινωνιών. Αλλά ούτε και για τέλος της Αριστεράς μπορεί να μιλήσει κανείς, όσο συνυπάρχουν από τη μια μεριά αυτοί που μένουν ευχαριστημένοι από την κατάσταση των πραγμάτων και από την άλλη εκείνοι που διαμαρτύρονται και ζητούν να την αλλάξουν. Όμως όπως η ιστορία και η κοινωνία περνούν από διάφορες φάσεις, που προσδιορίζονται από την αρχή, την εξέλιξη και το τέλος τους, έτσι και η ελληνική Αριστερά έχει περάσει από τις δικές της  φάσεις, τομές ή περιόδους της ιστορίας της. Αναμφισβήτητα με τη διάσπαση του κομμουνιστικού κινήματος το 1968, άνοιξε μια νέα περίοδος στην ιστορία της Αριστεράς, κατά την οποία, πέρα από  το ΚΚΕ, μια άλλη Αριστερά φιλοδόξησε να οδηγήσει την Ελλάδα στο δρόμο του σοσιαλισμού. Και αυτό φάνηκε για μια στιγμή, πριν από έξη μήνες, ότι μπορούσε να επιτευχθεί. Στην πραγματικότητα αυτό το εξάμηνο του 2015 έκλεισε ουσιαστικά ο κύκλος αυτής της Αριστεράς.

*

Με ένα απροσδόκητο τρόπο έχει συμβεί το αδιανόητο. Ο Αλέξης Τσίπρας υπήρξε ο έλληνας πρωθυπουργός που αναστάτωσε την Ευρώπη της γερμανικής λιτότητας, η έκφραση ενός νέου ευρωπαϊκού δρόμου και το σύμβολο του αντιμνημονιακού αγώνα, η ελπίδα της Αριστεράς στην Ελλάδα. Aυτός ο νεαρός μηχανικός ανέβηκε τρέχοντας, χωρίς γραβάτα, τα σκαλιά του Μεγάρου Μαξίμου, από τα μαθητικά συμβούλια, την κομμουνιστική νεολαία και τις κομματικές οργανώσεις,   μέσα από μια μικρή εμπειρία στο Δήμο της Αθήνας,   στη Βουλή και στην αξιωματική αντιπολίτευση. Ως ηγέτης της μη κομμουνιστικής αριστεράς, εντυπωσίασε την Ευρώπη, συνέτριψε το πολιτικό κατεστημένο στις ευρωεκλογές και στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές του Ιανουαρίου, κυβέρνησε απρόσκοπτα επί έξη μήνες και κέρδισε θριαμβευτικά το Δημοψήφισμα του Ιουλίου, κόντρα στα σχέδια των ευρωπαίων και των ντόπιων υποστηρικτών τους.

Μέσα σε μια και μόνη νύκτα,  υποχώρησε στις  πιέσεις των δανειστών απ’ όλες τις θέσεις του, μεταβλήθηκε σε απολογητή και εφαρμοστή του «Μνημονίου» και κατέστρεψε την προοπτική της ελληνικής Αριστεράς. Και για όλα αυτά προέβαλε ένα και μοναδικό επιχείρημα, καθόλου αριστερό και καθόλου πραγματικό: « There is no alternative». Καταργώντας έτσι ο Αλέξης Τσίπρας τη δυνατότητα εναλλακτικής αριστερής λύσης στο ελληνικό πρόβλημα, δεν φαίνεται να συναισθάνεται ότι αυτοκαταργείται ο ίδιος και πολύ περισσότερο καταργεί την ελληνική Αριστερά. Η κατάρρευση της στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ, με τη επικράτηση των συμβιβαστικών τάσεων, την υιοθέτηση της γραμμής του αντιπάλου, την ουσιαστική μετάλλαξη του κόμματος αφήνει την αριστερή πολιτική μετέωρη, ηττημένη κι εξουθενωμένη.    Η διαδρομή από την Αθήνα στις Βρυξέλλες υπήρξε συναρπαστική. Αλλά μια μικρή λοξοδρόμηση από τις  Βρυξέλλες οδηγεί στο Βατερλώ.

 Μπορεί κανείς  να καταλογίσει πελώρια λάθη στους ηγέτες της ελληνικής Αριστεράς, με την ενιαία κομμουνιστική της έκφραση, από τον Δημητράτο και τον Πουλιόπουλο μέχρι τον Ζαχαριάδη και τον Φλωράκη και με την σχισματική ευρωκομμουνιστική μορφή της από τον Παρτσαλίδη και τον Κύρκο μέχρι τον Κωνσταντόπουλο και τον Αλαβάνο. Κανένα από τα λάθη αυτά δεν συγκρίνεται με την εγκατάλειψη της αριστερής εναλλακτικής προοπτικής. Ο Αλέξης Τσίπρας στέκεται τελευταίος στη σειρά των προκατόχων του, τραγικά μόνος. Μόνος ως αριστερός πρωθυπουργός της Ελλάδας χωρίς αριστερή  πολιτική και μόνος ως ηγέτης της Αριστεράς χωρίς αριστερό κόμμα.  Ένα πελώριο Γιατί πλανιέται τώρα στη σκέψη κάθε αριστερού και κάθε έλληνα.

 

Β΄

ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ

Με τη Γαλλική Επανάσταση διανοίχτηκε μια μεγάλη τομή στη νεότερη ιστορία της ανθρωπότητας, απ’ όπου αναδύθηκε η δεξιά αστική κυριαρχία στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα. Έκτοτε η Αριστερά, με τις διάφορες εκφάνσεις της, από την αριστερή σοσιαλδημοκρατία μέχρι τον επαναστατικό σοσιαλισμό, αποτέλεσε τον αναγκαίο ιστορικό φορέα των καταπιεζόμενων τάξεων για την διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους, την  ανατροπή της κρατούσας καθιερωμένης καταστάσεως και την επικράτηση των ανθρωπιστικών ιδανικών. Από τα μέσα του 19ου αιώνα η Αριστερά παρατάχθηκε σε αυτόν τον αγώνα εμπνευσμένη από τη διδασκαλία του Μάρξ και του Ένγκελς αρχικά, και του Λένιν αργότερα, εφοδιασμένη με  τη μέθοδο του επιστημονικού σοσιαλισμού,  και οργανωμένη σύμφωνα με τις αρχές της μαρξιστικής  θεωρίας και της λενινιστικής πρακτικής. Ο μαρξισμός αποτέλεσε για εκατομμύρια ανθρώπους ένα  αρμονικό σύμπλεγμα ιδεών και δράσης, ένα μεγαλειώδη ρυθμό ενότητας φύσης και κοινωνίας, ένα σίγουρο δρόμο, που οδηγούσε με επιστημονική ακρίβεια τους πόθους των λαών προς την Ισότητα, τη Δικαιοσύνη, την Ειρήνη. Η μαρξιστική κοσμοαντίληψη κληρονόμησε από την εποχή της τη γερμανική φιλοσοφία, την αγγλική πολιτική οικονομία και τον γαλλικό σοσιαλισμό. Αξιοποίησε τον υλισμό και τη διαλεκτική, τις αντιλήψεις για τη αξία και την εργασία, την κοινωνική διαμάχη και τη σοσιαλιστική κίνηση και δημιούργησε τον ιστορικό και το διαλεκτικό υλισμό, τη θεωρία του κεφαλαίου  και της υπεραξίας, καθώς και την πάλη των  τάξεων, ως ακατανίκητα όπλα του προλεταριάτου στον αγώνα κατά του καπιταλιστικού καθεστώτος. Με όλες τις αντιφάσεις, τις μονομέρειες και τις αποτυχίες του, ο μαρξισμός παραμένει και σήμερα  αξεπέραστη μέθοδος ανακάλυψης μέσα από τις συγκεκριμένες συνθήκες των μορφών δράσης για την επιτυχία των ανθρώπινων ιδανικών.

*

Ειδικότερα στην Ελλάδα, η πορεία του μαρξισμού δεν υπήρξε καθόλου ενιαία και ευθύγραμμη. Οι σοσιαλιστικές ιδέες σχηματοποιήθηκαν αρχικά με τη δημιουργία του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας, το 1918, την προσχώρηση του το 1920 στην Τρίτη Διεθνή και την επίσημη μετονομασία του σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας το 1924. Έτσι το ασαφές πρόγραμμα του 1ου Συνεδρίου του κόμματος περί σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της Ελλάδας μέσα στο καθεστώς της αστικής δημοκρατίας, μετεξελίχτηκε στο 3ο Συνέδριο στην υποστήριξη του συστήματος του σοβιετικού συντάγματος και στο σοσιαλιστικό χαρακτηρισμό της επανάστασης για μια επαναστατική εργατο-αγροτική κυβέρνηση. Μετά το 4ο Συνέδριο, η 6η Ολομέλεια του 1934 καθόρισε την πορεία του κόμματος καθαρότερα, από την αστικοδημοκρατική επανάσταση στη σοσιαλιστική επανάσταση, ενώ το 5ο Συνέδριο τον ίδιο χρόνο, μολονότι επικύρωσε τις αποφάσεις της Ολομέλειας, προέταξε το σύνθημα, «Για τη Σοβιετική εξουσία, Για τη Σοβιετική Ελλάδα». Στο 6ο Συνέδριο του 1935 το ΚΚΕ στρέφεται προς τη συνένωση όλων των αντιφασιστικών δημοκρατικών δυνάμεων, στην ενότητα της εργατικής τάξης, στην απόκρουση του φασισμού και του πολέμου και στην υπεράσπιση της ανεξαρτησίας και ακεραιότητας της χώρας από  τους ξένους ιμπεριαλιστές. Μετά τις εθνικές περιπέτειες  της Δικτατορίας του ΄36, του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, της Εθνικής Αντίστασης, της Διάσκεψης του Λιβάνου, της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, της Απελευθέρωσης, των Δεκεμβριανών και της Συμφωνίας  της Βάρκιζας, το 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ του 1945 συγκαλύπτει τα περασμένα λάθη της ηγεσίας του και προβάλλει το πρόγραμμα «λαϊκής δημοκρατίας». Μια αλλοπρόσαλλη πολιτική εφαρμόζεται, από τη 2η Ολομέλεια του 1946 με την αποχή από τις εκλογές και τη συμμετοχή στο δημοψήφισμα, την 3η Ολομέλεια του 1947 με τον ένοπλο αγώνα και τη «σοσιαλιστική επανάσταση», την 6η Ολομέλεια του 1949 με το «τελικά νικηθήκαμε» και «το όπλο παρά πόδα»,  την 2η Ολομέλεια του 1951 με το σύνθημα «τι Πλαστήρας, τι Παπάγος», την 4η Ολομέλεια του 1953 με τη γραμμή της «μελλοντικής λαϊκοδημοκρατικής –σοσιαλιστικής επανάστασης» και της λαϊκής δημοκρατίας με τη διχτατορία του προλεταριάτου. Τέλος η 6η Ολομέλεια του 1956, μετά και το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, προχωρεί σε ανολοκλήρωτες αλλαγές, καθαιρεί τον γενικό γραμματέα Ζαχαριάδη, αναγνωρίζει λάθος την αποχή και την  εμμονή σε επαναστατική κατάσταση στην Ελλάδα. Η 7η Ολομέλεια του1957 καθορίζει ως ελάχιστο πρόγραμμα την Εθνική Δημοκρατική Αλλαγή και ως μέγιστο τον Σοσιαλισμό –Κομμουνισμό. Ενώ το 8ο Συνέδριο του 1961 θέτει ως πρόγραμμα την «Αντιϊμπεριαλιστική Δημοκρατική Επανάσταση». Από το 10ο Συνέδριο του 1978 και εφεξής επιβεβαιώνεται ο αντιιμπεριαλιστικός, αντιμονοπωλιακός χαρακτήρας του προγράμματος του ΚΚΕ, με προοπτική τη δικτατορία του προλεταριάτου και το σοβιετικό μοντέλο σοσιαλισμού. Το 19ο Συνέδριο του ΚΚΕ το 2013 θεωρεί ώριμες τις υλικές συνθήκες στην Ελλάδα για το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, και καθορίζει την επαναστατική αλλαγή ως σοσιαλιστική, με στρατηγικό στόχο την σοσιαλιστική  οικοδόμηση ως ανώριμη βαθμίδα της κομμουνιστικής κοινωνίας.

 

Γ΄

Η ΠΟΡΕΙΑ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ

 Αλλά ήδη στη 12η Ολομέλεια του 1968 είχε επέλθει η πλήρης διάσπαση του ΚΚΕ, με την αποχώρηση του Γραφείου Εσωτερικού και τη δημιουργία του ΚΚΕ(Εσωτερικού). Η κακοδαιμονία φαίνεται να παρακολουθεί το ΚΚΕ από την αρχή της πορείας του μέχρι τη διχοτόμηση του. Η σχέση εξάρτησης των κομμουνιστικών κομμάτων από την Κομμουνιστική Διεθνή και το ΚΚΣΕ καταλήγει στο να επιτρέπει ανάμειξη και επιβολή στα εσωτερικά του. Ο αυταρχικός συγκεντρωτισμός στην εσωτερική λειτουργία του,  οδηγεί σε προσωπολατρία και μονολιθικότητα, σε φραξιονιστικές  συγκρούσεις και  αλλεπάλληλες εκκαθαρίσεις. Οι δυσκολίες στη δράση του, οι ανώμαλες και συχνά παράνομες συνθήκες λειτουργίας του, καθιστούν αδύνατη την αντιπροσωπευτικότητα, τον έλεγχο, την αποκάλυψη και τον καταμερισμό ευθυνών της ηγεσίας. Η κομματική γραμμή εμφανίζει όλες αυτές τις αδυναμίες στην επεξεργασία και στην εκτέλεση του προγράμματος, που παραμένει συχνά  σε αναντιστοιχία με τη ρεαλιστική αντιμετώπιση των πραγμάτων.

 Είναι προφανώς ευχερής η εκ των υστέρων συζήτηση για την ορθή ερμηνεία της σχέσης βάσης και εποικοδομήματος, για τον  σαφή καθορισμό των ιδεολογικών κατευθύνσεων, για την αποτελεσματική πρακτική αντιμετώπιση του συσχετισμού των κοινωνικών και οικονομικών δυνάμεων και της πολιτικής τους έκφρασης. Ωστόσο το νέο σχήμα της Αριστεράς στην Ελλάδα, που εμφανίστηκε μετά τη διάσπαση του 1968, μολονότι είχε συνειδητοποιήσει τα προβλήματα, δεν μπόρεσε τελικά να επωφεληθεί από τα προηγούμενα λάθη και να πετύχει ένα καλύτερο  αποτέλεσμα, αντάξιο των προσδοκιών.

Οι διεθνείς εξελίξεις στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα, η μεταπολεμική ανάπτυξη του σοσιαλισμού στην Ανατολική Ευρώπη, στην Κίνα, στη Γιουγκοσλαβία, στην Κούβα, στον τρίτο κόσμο, η αντιπαράθεση ανάμεσα σε σοσιαλιστικά κόμματα και σοσιαλιστικές χώρες, τα γεγονότα στην Ουγγαρία και στην Πολωνία το 1956, η Άνοιξη της  Πράγας το 1968, ο Ευρωκομμουνισμός και ο Ιστορικός συμβιβασμός στη Δυτική Ευρώπη, οι μεγάλες αλλαγές στην ίδια τη Σοβιετική Ένωση, η Περεστρόϊκα και η Γκλάσνοτ, η  πτώση του τείχους του Βερολίνου το 1989 και η ανατροπή της παγκόσμιας ισορροπίας δυνάμεων, όλα αυτά έχουν βαρύνουσα σημασία και επίδραση και στην πορεία του ελληνικού αριστερού κινήματος, σχεδόν ίση με τους εσωτερικούς παράγοντες.

*

Πριν από τη διάσπαση του ΚΚΕ εκτελέστηκε στην Ελλάδα το πείραμα της ΕΔΑ. Στις συνθήκες της ήττας του εμφυλίου πολέμου, και της παρανομίας του κόμματος και με την κομμουνιστική  ηγεσία στο εξωτερικό, κρίθηκε απαραίτητη η συγκρότηση  ενός νόμιμου κομματικού φορέα στο εσωτερικό. Έτσι η Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά, ως συνασπισμός των αριστερών, συσπείρωσε το 1951 τις πολιτικές δυνάμεις, από τους κομμουνιστές μέχρι τους προοδευτικούς δημοκρατικούς του κέντρου. Εκφράζοντας κατά βάση τη πολιτική του κομμουνιστικού κόμματος η ΕΔΑ μπόρεσε εν τούτοις να διατυπώσει ως ένα βαθμό μια δημοκρατική γραμμή. Συνεργάστηκε με το Κέντρο το 1956,  πρόβαλε τα συνθήματα της Ειρήνης, της Δημοκρατίας και της Αμνηστίας, και κατόρθωσε το 1958, ως αυτοτελές πλέον κόμμα, να καταλάβει στη Βουλή τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, με ποσοστό ψήφων 24,5%. Το 1961 η ΕΔΑ αριθμούσε 93.000 μέλη και 30.000 νεολαίους. Η ένταξη όλων των κομμουνιστών στην ΕΔΑ μετά την 8η Ολομέλεια του ΚΚΕ το 1958, και η κηδεμονία της από το εξωτερικό δεν επέτρεψαν την παραπέρα ανάπτυξη του κόμματος. Αλλά η δυναμική που είχε δημιουργήσει συνεχίστηκε με την πραγματοποίηση δύο συνεδρίων το 1959 και το 1962, και την ετοιμασία της τρίτου το 1966, που τελικά ματαιώθηκε από την αντίδραση του ΚΚΕ και την επελθούσα δικτατορία του 1967. Η ΕΔΑ διαλύθηκε και ανασυστάθηκε μετά το 1974,  παρά τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ, και διατηρήθηκε τελικά με φθίνουσα πορεία, μέχρι το 1985.

*

Η πορεία του ΚΚΕ(Εσωτερικού) σημαδεύτηκε από τη σχέση του με το ΚΚΕ, τις προσπάθειες επιβίωσης και ανάπτυξης μέσα σε δύσκολες οργανωτικές και πολιτικές συνθήκες και την προοπτική μιας ενότητας των δύο κομμουνιστικών κομμάτων. Το 1974 η Ενωμένη Αριστερά απέσπασε ποσοστό 9,5% του εκλογικού σώματος και ακολούθως διαλύθηκε και πάλι. Μεσολάβησε στο ΚΚΕ(Εσωτερικού) η μορφή της Συμμαχίας Προοδευτικών και Αριστερών Δυνάμεων στις εκλογές του 1977, και ακολούθως το 2ο Συνέδριο του, με τη γραμμή του ελληνικού δρόμου για σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία, ενός σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο. Ήδη έχει συνταχθεί στην πορεία του ανανεωτικού ρεύματος του ευρωκομουνισμού, απομακρυνόμενο από την παραδοσιακή γραμμή του ΚΚΕ. Στο 4ο Συνέδριο του, το 1986, αποφασίστηκε η μετεξέλιξη του κόμματος  σε ένα μη κομμουνιστικό φορέα, ανοικτό σε ευρύτερες συμμαχίες, ενώ ένα τμήμα του παρέμεινε ως ΚΚΕ(Εσωτερικού)-Ανανεωτική Αριστερά. Έτσι το 1987 εμφανίστηκε η Ελληνική Αριστερά. Το 1989 δημιουργήθηκε για λίγο μέχρι το 1991, ο εκλογικός Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου με βασικό κορμό το ΚΚΕ και την ΕΑΡ, που μετεξελίχθηκε μετά σε κόμμα και μετονομάστηκε το 2003 σε Συνασπισμό της Αριστεράς των Κινημάτων και της Οικολογίας. Το 2004 προσχώρησε στην εκλογική συμμαχία Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Μετά την αποχώρηση της Ανανεωτικής Πτέρυγας (ΔΗΜΑΡ) το 2010, ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε τη μετατροπή του σε ενιαίο κόμμα το 2012 και ο ΣΥΝ αυτοδιαλύθηκε. Ο ΣΥΡΙΖΑ πραγματοποίησε το 1ο του Συνέδριο το 2013, με βασική κατεύθυνση το σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία, τη δημοκρατική ανατροπή του πολιτικού συστήματος, με κυβέρνηση της Αριστεράς στηριγμένης σε μέτωπο κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, για μια νέα τροχιά ανασυγκρότησης της χώρας, για μια διαφορετική Ευρώπη, για το σοσιαλισμό του 21ου αιώνα. Πολυτασικό, κινηματικό  και πολυσυλλεκτικό το νέο αυτό σχήμα της Αριστεράς, απαντώντας θετικά στα αιτήματα της ελληνικής κοινωνίας, και υιοθετώντας καθαρό αντιμνημονιακό λόγο, οδηγήθηκε σύντομα σε εκλογική άνοδο, από το 4%  των εκλογών του 2009 στο 36% των εκλογών του 2015, με αποτέλεσμα να κατακτήσει την κυβέρνηση σε συνεργασία με το δεξιό κόμμα των ΑΝΕΛ. Το σύνθημα «Πρώτη φορά Αριστερά» έγινε πράξη.

 

Δ΄

 Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

Στις αρχές του 2015 η παγκόσμια αστάθεια συγκεκριμενοποιείται πλέον, με τη γεωπολιτική ένταση στη Μέση Ανατολή και στα δυτικά σύνορα της Ρωσίας, ενώ η οικονομική αβεβαιότητα κτυπά επίμονα την Ευρώπη, επιτείνοντας την κρίση και των άλλων οικονομιών. Ειδικότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η περίοδος της γερμανικής επικυριαρχίας οδηγείται προς τη μοιραία της κατάληξη, με τις μεγαλύτερες οικονομικές δυνάμεις, Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία, να την αμφισβητούν έντονα, και τις μικρότερες, Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα, να την αρνούνται. Από τις περυσινές ευρωεκλογές τα μηνύματα των καιρών είναι ξεκάθαρα. Η μεταβολή της πορείας, από την Ευρώπη των λαών στην Ευρώπη του κεφαλαίου, οδήγησε σε αδιέξοδο. Η «λιτότητα» που αντικατέστησε την εργασία, την πρόνοια και τα δικαιώματα, δεν αποτελεί πια παρά το φάντασμα της Ευρώπης. Αυταπάτη της χριστιανοδημοκρατίας,  χρεωκοπία της σοσιαλδημοκρατίας,  άνοδος της αντιδημοκρατικής ακροδεξιάς, συνθέτουν εφιαλτικό σκηνικό για τους ευρωπαίους. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, διαψεύδοντας το όνειρο των ευρωπαίων για  ειρηνική σύγκληση των αντιθέσεων σε μια Ευρώπη  πολιτισμού, συνεργασίας και αλληλεγγύης, βαδίζει όχι προς την ολοκλήρωση, αλλά προς τη διάλυση της.

*

 Κεντρική θέση στο ευρωπαϊκό ζήτημα κατέχει η Ελλάδα, η οποία παρά την πενταετή της «θεραπεία» διαψεύδει κάθε ελπίδα ανάρρωσης και επηρεάζει έτσι σοβαρά  την εύθραυστη ευρωπαϊκή πολιτική. Η αναγωγή στα βαθύτερα αίτια της σημερινής κρίσης οδηγεί σε μια γενικότερη θεώρηση του ελληνικού θέματος, ως μέρους του Ανατολικού Ζητήματος, από την παλαιά αντίθεση Βυζαντίου και Δύσης, τις προσπάθειες υποταγής της ορθοδοξίας στον καθολικισμό, τις επιρροές των Μεγάλων Δυνάμεων στο νεοελληνικό κράτος, μέχρι την είσοδο της χώρας στην Ευρώπη του ευρώ.

Η Ελλάδα δεν αποτελεί απλά μια χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά εκφράζει το διαφορετικό στον ευρωπαϊκό χώρο, από ιστορική, πολιτιστική, θρησκευτική, κοινωνική και οικονομική άποψη. Η προσπάθεια βίαιης απάλειψης αυτού του διαφορετικού και η επιδίωξη άμεσης αφομοίωσης του «ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού», επαναφέρει όλες τις προηγούμενες αντιθέσεις, αντιφάσεις και ανταγωνισμούς της ιστορίας, μεταξύ ελληνοκεντρισμού και ξενοκρατίας. Από τις ελληνικές απαιτήσεις των γερμανικών αποζημιώσεων, μέχρι την παραδοσιακή ελληνική μικροϊδιοκτησία και τους ισχυρούς δεσμούς της ελληνικής οικογένειας, τα παραδείγματα αφθονούν.

Κατά την πρώτη φάση της «μνημονιακής εποχής» η εγκληματική πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης και ο αιφνιδιασμός του ευρωπαϊκού κατεστημένου οδήγησαν το αποικιοκρατικό Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην Ευρώπη, την Ελλάδα στην κλίνη του Προκρούστη και την Ευρώπη την ίδια σε κρίση. Μεταξύ Παπανδρέου και Παπαδήμου η μεν Ευρώπη απέκτησε κάποιους μηχανισμούς σταθερότητας, η δε Ελλάδα απώλεσε κάθε δυνατότητα ανάκαμψης. Ο συναγωνισμός εσωτερικού και εξωτερικού χρέους, η ανεργία, η μετανάστευση των νέων, η τραπεζική κρίση, βύθισαν τη χώρα σε βαθύτατη ύφεση.

Η δεύτερη «μνημονιακή φάση», της τρικομματικής αρχικά κυβέρνησης  Σαμαρά-Βενιζέλου-Κουβέλη και του δικομματισμού ΝΔ-ΠΑΣΟΚ αργότερα, αναιρώντας όλες τις απατηλές υποσχέσεις επαναδιαπραγμάτευσης του «Μνημονίου» και εκτελώντας πειθήνια τις τροϊκανές εντολές αυτοκτονίας της χώρας, ολοκληρώνεται με την μη εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας και τις  επακόλουθες εκλογές, εν μέσω κραδασμών αποστασιών, παρεμβάσεων και απειλών. Στο μεταξύ η ιθύνουσα τάξη πολλαπλασιάζει τα κέρδη της, η μεσαία τάξη καταστρέφεται και οι λαϊκές μάζες λιμοκτονούν.

 

Ε΄

«ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ»

Στις 25 Ιανουαρίου, μετά από την πενταετία της μνημονιακής πολιτικής, ο ελληνικός λαός ανέδειξε μια νέα κυβέρνηση, εγκρίνοντας το βασικό εκλογικό της σύνθημα, «κατάργηση του Μνημονίου, διαπραγμάτευση του χρέους». Ωστόσο στις 20 Φεβρουαρίου η κυβέρνηση αυτή συμφώνησε την προσωρινή παράταση του Μνημονίου μέχρι τις 30 Ιουνίου, με μια ενδιάμεση συμφωνία μέχρι τέλους Απριλίου, αποδεχόμενη εν τω μεταξύ την εκπλήρωση των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας, και το πάγωμα των υποχρεώσεων των δανειστών, μέχρι την κατάληξη της συμφωνίας αυτής. Ακολούθησαν οι εναλλασσόμενες φάσεις, μετονομασίας της τρόϊκας,  υποβολής καταλόγων μεταρρυθμίσεων, αναζήτησης ερεισμάτων εντός και εκτός Ευρώπης, προβολής των γερμανικών αποζημιώσεων, και του ελέγχου του χρέους, απειλών grexit, εκλογών, και δημοψηφίσματος, χωρίς αποτέλεσμα. Καταναλώνοντας δύο μήνες άγονης διαπραγμάτευσης,  προβάλλοντας ασθενείς «κόκκινες γραμμές» σε επιμέρους θέματα και αναβάλλοντας τις ουσιαστικές διαπραγματεύσεις για τη μείωση του χρέους, υποχρεωμένη να αποπληρώνει τις δόσεις των δανείων από εγχώριους πόρους, απορροφώντας ολόκληρη τη διαθέσιμη ρευστότητα, με αδυναμία εφαρμογής ενός αναπτυξιακού προγράμματος, οδηγήθηκε σε πλήρη χρηματοοικονομική ασφυξία, στο αδιέξοδο και ταπεινωτικό eurogroup της 24 Απριλίου. Στις 27 Απριλίου, έχοντας ήδη καταβάλλει 15 δις στους δανειστές, χωρίς καμιά οικονομική προοπτική και  οφείλοντας ακόμη 320 δις, εκλιπαρώντας για μια «υποδόση» των υπολειπόμενων 7 δις καταβολών του δανείου, ανέκρουσε πρύμνη. Αντικατέστησε κατ’ απαίτηση των δανειστών τον υπουργό οικονομικών στη διαπραγμάτευση, κατήρτισε εσπευσμένα, απεμπολώντας σημαντικές προεκλογικές δεσμεύσεις φιλολαϊκών μέτρων, ένα πλαίσιο «μεταρρυθμίσεων», προοίμιο νέου Μνημονίου και επανάρχισε τις διαπραγματεύσεις από νέα βάση, με συνεχείς εκβιασμούς και απειλές ενός grexit. Η σύντομη ελληνική άνοιξη του 2015 μόλις έλαβε τέλος.

*

Μεταξύ ρήξης και συμφωνίας η κυβέρνηση αντιμετωπίζει σκληρή πίεση στο εσωτερικό και στο εξωτερικό μέτωπο, ενώ ήδη ενεργοποιείται και η εσωκομματική αντίδραση. Το eurogroup της 11 Μαΐου, η Διάσκεψη Κορυφής στη Ρίγα της 21 Μαΐου, οι πενταμερείς διασκέψεις Μέρκελ-Ολάντ-Ντάϊζεμπλουμ-Τουσκ-Τσίπρα   των Βρυξελλών ολόκληρο τον Ιούνιο, με συνεχή   τελεσίγραφα, προτάσεις και αντιπροτάσεις, διακοπές και επαναλήψεις των συνομιλιών, καταλήγουν σε ναυάγιο στις 26 Ιουνίου. Ένα δημοψήφισμα με το ερώτημα υπέρ ή κατά των προτάσεων των δανειστών προκηρύσσεται στην Αθήνα για τις 5 Ιουλίου, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα διακόπτει πραξικοπηματικά τη ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών και οδηγεί την Ελλάδα σε κατάσταση οικονομικού πνιγμού. Παρ’ όλα αυτά  η Κυβέρνηση, σε αντίθεση με ολόκληρο το πολιτικό αντιδραστικό κατεστημένο,  τάσσεται επισήμως  υπέρ του Όχι, πράγμα που επικυρώνεται με το μεγάλο ποσοστό του 61,31% του εκλογικού σώματος. Την επομένη όμως του Δημοψηφίσματος η κυβέρνηση μεταβάλλει άρδην θέση, μετατρέποντας ουσιαστικά το όχι σε ναι, ο υπουργός οικονομικών παραιτείται, συγκαλείται Συμβούλιο πολιτικών αρχηγών και αποφασίζεται  η πάση θυσία αποφυγή της ρήξης και η υπογραφή συμφωνίας άνευ όρων.  Στις 11 Ιουλίου η κυβέρνηση εξασφαλίζει  στη Βουλή πληρεξουσιότητα για διαπραγμάτευση του νέου Μνημονίου με 251 ψήφους και 32 αρνήσεις κυβερνητικών βουλευτών. Μετά ολονύκτιες συζητήσεις στο Eurogroup των Βρυξελλών της 13 Ιουλίου ο πρωθυπουργός συμφωνεί σε όλους τους όρους των δανειστών, με χρονοδιάγραμμα λήψεως προαπαιτούμενων μέτρων στις 15 και στις 22 Ιουλίου, παροχή οικονομικής διευκόλυνσης για αποπληρωμή δόσεων των δανειστών, και συνομολόγηση τρίτου τριετούς «Μνημονίου» ύψους άνω των 82 δις. Κατά τις ψηφοφορίες στη Βουλή των δύο αυτών νομοσχεδίων η κυβέρνηση αποσπά μεν 230  ναι, αλλά χάνει 40 περίπου βουλευτές, που διαφοροποιούνται από την κεντρική γραμμή.

Η κυβέρνηση  έτσι απώλεσε ουσιαστικά τη δεδηλωμένη στη Βουλή, απομάκρυνε τους διαφωνούντες υπουργούς, με ένα μάλλον κωμικό ανασχηματισμό, αφού οι ίδιοι οι υπουργοί που αντιδρούν στο νέο μνημόνιο παραμένουν πιστοί  στην κυβέρνηση και στηρίζεται πλέον στην αντιπολίτευση. Τα παλαιά μνημονιακά κόμματα, σε συνθήκες πλήρους απαξίωσης, προσπαθούν  έτσι να  επιβάλλουν στο πολιτικό σκηνικό  όρους πλήρους κηδεμονίας, ενώ ταυτόχρονα αρνούνται να θέσουν ζήτημα δυσπιστίας, φοβούμενα τις εκλογές.  Τα σενάρια  περί νέας κυβέρνησης «ειδικού σκοπού», με ή χωρίς τον Τσίπρα, και με εκλογές ή χωρίς εκλογές πολλαπλασιάζονται. Στο μεταξύ η εσωκομματική κυβερνητική αντιπαράθεση μεγαλώνει, με τη νεολαία  και την αριστερή πτέρυγα να καταγγέλλουν το «Μνημόνιο», ως παραβίαση των αποφάσεων του Συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ και να απαιτούν σύγκληση των καταστατικών οργάνων, ακόμη και  αλλαγή ηγεσίας. Στις 28 Ιουλίου η Πολιτική Γραμματεία αποφασίζει τη σύγκληση της Κεντρικής Επιτροπής στις 30 Ιουλίου, οπότε, παρά τις έντονες συζητήσεις και τις παραιτήσεις των μελών της κομμουνιστικής συνιστώσας, η υπερψήφιση της προτάσεως Τσίπρα για έκτακτο συνέδριο τον Σεπτέμβριο παγώνει ουσιαστικά τις εσωκομματικές εξελίξεις.

 

ΣΤ΄

Η ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ

Όταν  γραφεί η πλήρης μνημονιακή ιστορία θα πρέπει κατ’ ανάγκη να τοποθετηθούν στη διαλεκτική απεικόνιση του ελληνικού ζητήματος οι όροι της θέσης και της αντίθεσης, που οδήγησαν στην τελική σύνθεση. Προφανώς η θέση των δανειστών, Ευρώπης και Ευρωζώνης, στο διεθνές οικονομικό και πολιτικό τοπίο, με την ισχυρή γερμανική επιρροή και τα ιδιαίτερα συμφέροντα των άλλων χωρών, καθώς και την ανάμειξη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, συγκρότησε ένα συμπαγές και αδιαπέραστο τείχος. Η απαίτηση εμπέδωσης  του ευρωπαϊκού καθεστώτος λιτότητας και πειθαρχίας, καθώς  και η προσπάθεια αποτροπής κάθε διαρροής, οδήγησε  στην περίπτωση της Ελλάδας, στο ζητούμενο παράδειγμα εφαρμογής της νέας οικονομικής πολιτικής και  σωφρονισμού για την αθέτηση των κανόνων. Είναι γελοίο να διερωτάται κανείς αν το μνημόνιο έφερε την καταστροφή ή η καταστροφή έφερε το μνημόνιο. Το «Μνημόνιο» γενικά  αποτέλεσε τη συνειδητή μέθοδο εξουθένωσης  ενός ευρωπαϊκού κράτους, καταστροφής των οικονομικών δομών του, και προσαρμογής του  στο μοντέλο της γερμανικής καπιταλιστικής Ευρώπης. Και για μια επιπλέον ερμηνεία του πρέπει να αναζητήσομε, όσο η ιστορία το επιτρέπει, τις αναλογίες της σημερινής κατάστασης στην γενικότερη αντίθεση Ανατολής και Δύσης, στη διαμάχη Βυζαντίου και δυτικοευρωπαίων, στην αντιπαράθεση  ορθοδοξίας και καθολικισμού, στη διάσταση προτε-σταντικής ηθικής και ελληνικότητας, ελληνοκεντρισμού και ευρωκεντρισμού, εκσυγχρονισμού και παράδοσης. Η αποδοχή ειδικότερα του τρίτου «Μνημονίου» αποτέλεσε δεινή ήττα της αριστερής κυβέρνησης και του ελληνικού λαού, της ευρωπαϊκής ιδέας και της πολιτικής της ενωμένης Ευρώπης, και γενικότερα της σοσιαλιστικής προσπάθειας να αντιπαρατεθεί με τις αντιδραστικές καπιταλιστικές δυνάμεις και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.

*

Απέναντι σε αυτή την πανίσχυρη ευρωπαϊκή θέση τοποθετείται η ασθενής ελληνική άρνηση, με το νεότευκτο και ετερόκλητο κυβερνητικό σχήμα ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, με τις συνιστώσες της Αριστεράς ενεργές, με τα «πρώην  σοσιαλιστικά»  κατάλοιπα του ΠΑΣΟΚ ακόμη  σε καίριες θέσεις,  με την ευρύτερη αριστερά διαιρεμένη,  με τη συμμαχία των προθύμων της τρόϊκας πάντοτε  έτοιμη  για την κατάργηση της «αριστερής παρένθεσης», και την ακροδεξιά να καραδοκεί στη γωνία. Ακόμη χειρότερα στην οικονομία, με πλήρη παραγωγική διάλυση, με κυριαρχία των πολυεθνικών και των μονοπωλίων, με ολοκληρωτική επικράτηση της διαπλοκής των βαρόνων της ενημέρωσης, των δημοσίων έργων και της φοροδιαφυγής. Και στον κοινωνικό χώρο με την αποσάθρωση της παιδείας, την αποδιοργάνωση της δικαιοσύνης, την εγκληματικότητα, την αποστράτευση της διανόησης, τη μετανάστευση, τις στρατιές των ανέργων, την εκμετάλλευση των εργαζόμενων και τις φοβίες των συνταξιούχων.

Ένα  επικίνδυνα χαλαρό μείγμα αδράνειας και εκρηκτικότητας , ανάλογα με την κατεύθυνση που θα πάρει,  αποτέλεσε έτσι το συστατικό της ελληνικής Άνοιξης του 2015.  Αλλά η αντιμνημονιακή πολιτική, που θα έπρεπε να  αποτελέσει αντικείμενο σοβαρής προεκλογικής επεξεργασίας, ή τουλάχιστον άμεσης μετεκλογικής προτεραιότητας, περιορίστηκε απλά στο «Πρόγραμμα  της Θεσσαλονίκης», σε στοιχειώδη μέτρα κατά της ανθρωπιστικής  κρίσης, αναγκαία μεν, αλλά όχι επαρκή για τη νέα δύσκολη διακυβέρνηση. Η ίδια η κυβέρνηση άλλωστε, καθυστερώντας να αναλάβει και την εξουσία, διατηρώντας στη θέση τους τα παλιά πρόσωπα, ταλαντευόμενη στην σύγκρουση με τις δομές της προηγούμενης  πολιτικής στις τράπεζες, στα μέσα ενημέρωσης, στους κρατικούς οργανισμούς, άφησε να διαρρεύσει το πρώτο σημαντικό τρίμηνο, χωρίς ουσιαστικές αλλαγές. Αντιθέτως η καλλιέργεια αβάσιμων προσδοκιών είτε για εξωτερική στήριξη, είτε για υποχώρηση των δανειστών, συνέβαλε στη δημιουργία κλίματος εφησυχασμού, αντί να επιδιωχθεί η λαϊκή διαφώτιση και κινητοποίηση προς υπεράσπιση των κυβερνητικών θέσεων. Σε αυτό συνέτεινε και ο εγκλωβισμός της Αριστεράς στο ζήτημα «Ευρώ-Δραχμή», το οποίο, αντί να  χρησιμοποιηθεί επιθετικά,  αποτέλεσε συντηρητικό άλλοθι για την αποτροπή οποιασδήποτε ρήξης του «Μνημονίου». Κεντρική θέση ωστόσο στο ζήτημα αποτελεί η ίδια η στάση του ΣΥΡΙΖΑ και της ηγεσίας του. Όλες οι ανεπάρκειες, οι αντιφάσεις και οι κακοδαιμονίες της Αριστεράς επανεμφανίστηκαν πανηγυρικά στη λειτουργία της κυβέρνησης, στις αποφάσεις των κομματικών οργάνων, στην εφαρμογή της πρακτικής πολιτικής. Χωρίς συνειδητοποίηση της σοβαρότητας της κατάστασης, χωρίς επαρκή επεξεργασία των εναλλακτικών λύσεων, χωρίς καμιά  πίστη στις λαϊκές δυνάμεις και στις σοσιαλιστικές αρχές.  Με απίστευτη προχειρότητα, ανωριμότητα και ηττοπάθεια, η κυβέρνηση αφέθηκε να παρασυρθεί από τα γεγονότα. Αντιπαρερχόμενη τη λαϊκή βούληση για αλλαγή, υποτιμώντας τη δύναμη αντίστασης του κόμματος και των πολιτών, και αποφεύγοντας να αναλάβει τις ευθύνες της στην ιστορία, αρνήθηκε ουσιαστικά να αγωνισθεί στο πεδίο της μάχης.  Η  στάση της κυβέρνησης ιδίως μετά το δημοψήφισμα, συγκρίνεται μόνο με την πολιτική της ταπεινωτικής Συμφωνίας της Βάρκιζας, μετά τον Λίβανο και την Καζέρτα. Οι επιπτώσεις της νέας συμφωνίας με τους δανειστές, επεκτείνονται πολύ πέρα από τα οικονομικά αποτελέσματα που θα επιφέρει στο σύνολο του ελληνικού λαού, σε χρέος, ύφεση και αποικιοποίηση της χώρας.  Δημιουργούνται πλέον στο κοινωνικό επίπεδο  συνθήκες ανθρωπιστικής εξαθλίωσης των μεσαίων και κατώτερων τάξεων. Αναδεικνύονται στην πολιτική ζωή μέγιστοι κίνδυνοι παλινόρθωσης των παλαιών κομμάτων, εξαγνισμού της πολιτικής τους, και ενίσχυσης των άκρων,  με συνέπεια την ολοσχερή ανατροπή της σημερινής καταστάσεως. Και πέρα από την Ελλάδα η αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ επιδρά καταλυτικά στις προσπάθειες της ευρωπαϊκής αριστεράς γενικότερα.

*

 Είναι φανερό ότι σε αυτές τις συνθήκες δεν μπόρεσε να λειτουργήσει η αναγκαία άρνηση της άρνησης, αφού η αντίθεση στην αρχική θέση παρέμεινε ατελής, ανίσχυρη και αποδυναμωμένη, ανίκανη να αντισταθεί στην κατεστημένη δύναμη.

«Η φιλοσοφία δεν μπορεί να πραγματωθεί χωρίς να εξαλείψει το προλεταριάτο, το προλεταριάτο δεν μπορεί να εξαλειφθεί χωρίς να πραγματώσει τη φιλοσοφία». Η φιλοσοφία, ως κοσμοθεωρία, ως γενική θεώρηση του είναι, του γίγνεσθαι και του δέοντος, ως έλλογη συγκρότηση του κόσμου, χρειάζεται πάντα ένα προλεταριάτο ως πραγματικό όργανο ανασυγκρότησης της κοινωνίας. Αλλά στην εποχή μας η φιλοσοφία απομακρύνεται από τον κλασικό Λόγο και το προλεταριάτο μεταμορφώνεται σε νέα πραγματικότητα. H αδυναμία της ελληνικής Αριστεράς, ως επίδοξης κληρονόμου του προλεταριάτου, να αποτελέσει την άρνηση της ευρωπαϊκής Λογικής, ως αμφισβητούμενου διαδόχου του φιλοσοφικού λόγου, είναι παραπάνω  από εμφανής.

   Καμιά μάχη  για τον τελικό σκοπό, την πραγμάτωση της φιλοσοφίας, την επικράτηση της σοσιαλιστικής κοσμοθεωρίας, την εγκαθίδρυση της Ευρώπης των λαών, την επικράτηση του ελληνικού ιδεώδους, την καταξίωση του δικαίου, του μέτρου και του ωραίου, δεν πάει χαμένη. Αλλά η σημερινή ελληνική Αριστερά, που κτίστηκε με τόσες ελπίδες, που συσπείρωσε την πλειοψηφία του ελληνικού λαού, που πέτυχε την κυβερνητική αλλαγή, μετά τη συντριπτική συνθηκολόγηση της  δεν θα έχει πλέον ούτε τη δύναμη ούτε τα επιχειρήματα να ανασυνταχθεί. Είναι η ώρα να τεθεί τέλος στην ιστορία μιας ολόκληρης εποχής, ενός δυναμικού αγώνα και ενός μεγάλου ταξιδιού. Το μεγάλο καλοκαίρι που έρχεται, με τις συγκρούσεις, τις αντιπαραθέσεις, και τις μεγάλες μεταβολές στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, δεν θα είναι ούτε ελληνικό, ούτε αριστερό.