Παρασκευή 31 Αυγούστου 2018


ΟΙ ΕΦΙΑΛΤΕΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ

Άρθρο του Στρατή Παπαμανουσάκη
Επιτίμου Προέδρου Δικηγορικού Συλλόγου Χανίων

   Ποια Αριστερά, ποιοι Εφιάλτες και γιατί Εφιάλτες της Αριστεράς στην Ελλάδα; Της Αριστεράς που υποτίθεται ότι κυβερνά στην Ελλάδα και της Αριστεράς που αρνείται αυτή την Αριστερά. Και στην Ελλάδα που αντιμετωπίζει ως πρόκληση, ως επιθυμία και ως αναγκαιότητα την υπέρβαση από τη σημερινή  κατάσταση.
  Η διαλεκτική υπέρβαση αρχίζει με την περιήγηση στο καθολικό σύμπαν της σκέψης και της δράσης, συνεχίζεται με την αναγνώριση του συστήματος των αντιθέσεων, και ολοκληρώνεται με τη μετοχή στον διαρκή αγώνα της μεταβολής. Αλλά αυτό προϋποθέτει τη γνωσιοθεωρία, και περιλαμβάνει την οντολογία, τη φιλοσοφία και την αξιολογία στην ευρεία τους έννοια. Στα τρία ερωτήματα του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού -Τι μπορώ να γνωρίσω, Τι γνωρίζω, Τι πρέπει να πράξω- συνοψίστηκε η θεματολογία της Νεοτερικότητας, που παρά τις επιθέσεις εξακολουθεί να στηρίζει ακόμη το οικοδόμημα του κόσμου μας. Είναι τα ερωτήματα που αναφέρονται ακριβώς στη γνωσιοθεωρία της γνωστικής δυνατότητας, τη θεωρία της φιλοσοφικής οντολογίας της γνώσης και την πρακτική αξιολογία της δράσης στην ηθική, το δίκαιο, την πολιτική, είτε ως αυτοτελή διακριτά μέρη της πράξης, είτε ως εποικοδομήματα της οικονομίας στον ιδεαλιστικό και στον υλιστικό κόσμο αντίστοιχα.
    Και για μεν το πρώτο ερώτημα δεν υπάρχει πια το άλλοθι της άγνοιας για την Αριστερά και τους Εφιάλτες της. Όλοι μπορούν να γνωρίσουν την ιστορία, παλιότερη και σύγχρονη, τα αίτια, και τα αποτελέσματα της πορείας της παλιάς ελληνικής Αριστεράς και πολύ περισσότερο της πολιτικής της σύγχρονης "αριστερής" διακυβέρνησης. Η ουσία, οι θέσεις και οι αντιφάσεις της Αριστεράς είναι ευδιάκριτες. Αρκεί αυτή η δυνατότητα να μη δεσμεύεται από αδυναμίες, σκοπιμότητες και συγχύσεις, που εκτρέπουν κάθε επιστήμη από την αρετή στην πανουργία.
   Αλλά στο δεύτερο ερώτημα υπάρχουν διαφορετικές ερμηνείες. Η Αριστερά αντιμετωπίζεται με ένα πλουραλισμό ιδεών και πρακτικών, κατ΄ αρχάς ως ιστορική, ως σύγχρονη, ως ελληνική Αριστερά. Σε ολόκληρο το μήκος της ιστορίας, η αντιπαράθεση των συντηρητικών και προοδευτικών δυνάμεων σημαδεύει την ανθρώπινη κοινωνία. Μπροστά στον Οδυσσέα στέκεται ο Θερσίτης. Από τους κονίποδες της Κορίνθου φθάνουμε στους αθηναίους εμπόρους. Η φεουδαρχία διαδέχεται τη δουλοκτητική κοινωνία, και οι αστοί διαδέχονται την αριστοκρατία. Τότε πλέον ξεσπά ο αδυσώπητος πόλεμος προλεταρίων και καπιταλιστών. Η Αριστερά μεταφέρεται απο τα Ορεινά της γαλλικής Συμβατικής συνέλευσης στα αριστερά του προεδρείου των ευρωπαϊκών κοινοβουλίων. στα αριστερά της κατεστημένης τάξης πραγμάτων, στην αριστερή κοινωνική τάξη που θα δώσει τη μάχη κατά της δεξιάς αντίδρασης. Η σύγχρονη Αριστερά, περνώντας  μια μεγάλη, μακρόχρονη και εξουθενωτική δοκιμασία, από το μεγαλείο της ρωσικής επανάστασης, τον συμβιβαστικό ευρωκομμουνισμό, και την κατάρρευση  του υπαρκτού σοσιαλισμού, αντιμετωπίζει  πλέον προκλήσεις που αμφισβητούν την έννοια, το περιεχόμενο, την ίδια την ύπαρξη της. Στο περιβάλλον της νέας τεχνικής, της ιδεολογικής καθυπόταξης των μαζών, του μεταμοντερνισμού, όπου κάθε λόγος εγκαταλείπεται, όπου η ζωή μεταβάλλεται σε επιβίωση, όπου τα πάντα μεταλλάσσονται, η θέση της Αριστεράς είναι δυσδιάκριτη. Αυτό ισχύει ακόμη πιο έντονα στη  περίπτωση της ελληνικής Αριστεράς, που υφιστάμενη όλες τις εξωτερικές μεταβολές μέσα σε συνθήκες ελληνικής τραγωδίας, βάδισε από την κομμουνιστική της έκφραση στον εμφύλιο, στην παρανομία και στη διάσπαση. Και η προσπάθεια για τη δημιουργία μιας άλλης εναλλακτικής Αριστεράς τερματίστηκε οριστικά το καλοκαίρι του 2015. Έτσι μιλώντας σήμερα για την Αριστερά στην Ελλάδα, πρέπει να πούμε ότι η μεν κατ΄εξοχήν αριστερή πλευρά, το ΚΚΕ, δεν είναι Αριστερά, η δε λεγόμενη Αριστερά μεταπήδησε απλά στη δεξιά. Απομένουν διάσπαρτες δυνάμεις που αδυνατούν να συγκροτήσουν Αριστερά. Η δήθεν αντιπαράθεση αριστεράς και δεξιάς δεν είναι παρά ένα παιχνίδι με σημαδεμένη τράπουλα, ένας φενακισμός της δημοκρατίας, μια γελοιοποίηση της πολιτικής.
   Αυτή η κατάσταση δημιουργεί τους Εφιάλτες της Αριστεράς. Είναι η πολυσημία του εφιάλτη που ταιριάζει στην Αριστερά. Υπήρξε και υπάρχει ακόμη το όνειρο της Αριστεράς, ο ιδεώδης κόσμος της ελευθερίας, της ισότητας, της αδελφότητας. Υπάρχει και κανείς δεν μπορεί να το σβήσει, το μεγάλο όνειρο της σοσιαλιστικής Αριστεράς, ο κόσμος της ειρήνης, της αταξικής κοινωνίας, της παγκόσμιας κοινότητας, συνεργασίας και προόδου. Υπάρχει και πάντα θα υπάρχει, το όραμα της δικαιοσύνης, της αδιάφθορης αρετής, της αρμονίας των αντιθέσεων. Αλλά υπάρχει και το άλλο όνειρο, το κακό όνειρο, ο εφιάλτης. Ο ανελέητος φόβος, ο φοβερός τρόμος, το θανατερό άγχος. Ο εφιάλτης που εγκαθίσταται στο ψυχολογικό τραύμα, που βασανίζει τον ύπνο, που επιφέρει το αίσθημα του θανάτου, του απύθμενου κενού, της ανυπαρξίας. Και η Αριστερά διέτρεξε και διατρέχει το δρόμο από το όνειρο και το όραμα στον εφιάλτη της. Βίωσε και βιώνει την πτώση της από την αυτοκρατορία των πάντων στο βασίλειο  του μηδενός. Υπέστη και υφίσταται τον εφιάλτη από το οραματικό σοσιαλιστικό φώς στο φρικιαστικό καπιταλιστικό σκοτάδι.
   Στην οντολογία της Αριστεράς ο εφιάλτης συνυπάρχει με το φάντασμα. Το φάντασμα είναι μια τρομερή φαντασίωση, μια φοβερή οπτασία, ένα αποτρόπαιο πλάσμα. Είναι στην ουσία η σκιά, η ψυχή, το πνεύμα του πεθαμένου, το στοιχειό που καθηλώνει τη ζωή, ο βρυκόλακας που χορταίνει με το αίμα του ζωντανού. Και πόσα φαντάσματα υπάρχουν στην Αριστερά. Από την ώρα που το φάντασμα του κομμουνισμού ξεπετάχθηκε μέσα από τις σελίδες του Μανιφέστου, μια συνοδεία φαντασμάτων ακολουθεί την Αριστερά. Τα φαντάσματα του Μαρξ και των επιγόνων του, τα φαντάσματα των αστών της Ευρώπης και του παγκόσμιου καπιταλισμού, τα φαντάσματα των αριστερών νεκρών και της προδομένης επανάστασης. Το φάντασμα δεν φεύγει, δεν πεθαίνει, δεν εξαφανίζεται ποτέ. Επανέρχεται πάντα για να θυμίσει, να βασανίσει, να θανατώσει το θύμα του. Μέχρι να πάρει αυτό που του ανήκει, τη μνήμη, την εκδίκηση, τη λύτρωση. Αλλά ποιος μπορεί να εξιλεώσει το φάντασμα της Αριστεράς, εκτός από την ίδια την Αριστερά. Και όσο δεν υπάρχει αυτή η εξιλεωτική, η καθαρτική, η λυτρωτική Αριστερά το φάντασμα θα επανέρχεται και θα την περιμένει. Αυτό το εφιαλτικό φάντασμα, που οι απώτεροι ιστορικοί του πρόγονοι, ο δημοκρατικός Εφιάλτης ο Αθηναίος τρόμαζε τον ύπνο των διεφθαρμένων αρεοπαγιτών και ο προδοτικός Εφιάλτης ο Ευρυδήμου οδηγούσε τους πέρσες πίσω από τους έλληνες στις Θερμοπύλες, βασανίζει σήμερα την Αριστερά. Έρχεται και επανέρχεται ζητώντας δικαίωση, απαιτεί την εκδίκηση, προσμένει τη λύτρωση.
   Και ιδού το αντικείμενο της αξιολογίας, της πράξης και της δικαιοσύνης. Ιδού το πεδίο αντιπαράθεσης της ιστορίας, της φιλοσοφίας, της διαλεκτικής. Ιδού τα μαρμαρένια αλώνια της μέχρι θανάτου πάλης της Αριστεράς και του Εφιάλτη.  Πως θα γνωρίσει η Αριστερά το αληθινό της πρόσωπο, πως θα διακρίνει το γνήσιο από το κίβδηλο και πως θα κρατήσει την αληθινή της όψη και θα απορρίψει το ψεύτικο προσωπείο.  Πως θα αξιολογήσει η Αριστερά, αυτή που απέμεινε ή αυτή που θα έρθει, την ως τώρα πορεία της, τους αγώνες και τις θυσίες, τα σφάλματα και τις προδοσίες της. Πως θα αντισταθεί, θα πολεμήσει και θα νικήσει τους Εφιάλτες που την βασανιζουν. Αυτά είναι τα ερωτήματα που καλείται να απαντήσει σήμερα. Και την απάντηση δεν μπορεί να τη βρεί παρά μέσα στο λόγο και την πράξη της Αριστεράς, τη διαλεκτική της Αριστεράς, στο όραμα της Αριστεράς. Αυτό το ιστορικό και πάντοτε επίκαιρο όραμα φωτίζει  το δρόμο της Αριστεράς, αποδιώχνει τους Εφιάλτες, στέλνει πίσω στον τάφο τους τα φαντάσματα του παρελθόντος και του παρόντος. Στο φώς της αλήθειας κάθε σκιά εξαφανίζεται. Και μόνο μέσα σε αυτό το φως μπορεί να γεννηθεί μια διαφορετική Αριστερά, μια πραγματική ελληνική Αριστερά, μια ενιαία Αριστερά για τη δημοκρατία, τον σοσιαλισμό και την Ελλάδα.


Πέμπτη 24 Μαΐου 2018


ΤΕΛΟΣ ΕΠΟΧΗΣ


Άρθρο του Στρατή Παπαμανουσάκη

      Διατυπώνοντας κανείς δημόσιο λόγο πραγματώνει ένα από τα κύρια χαρίσματα του ανθρώπου, τη δυνατότητα να εκφράζεται, να επικοινωνεί, να πολιτεύεται, κατά την ευρεία έννοια. "Ως χαρίεν έστ΄ άνθρωπος", έχει λεχθεί από τον Μένανδρο στην αρχαιότητα. Αλλά δεν είναι μόνο χαρίης, χαρισματικός, γεμάτος χάρες ο άνθρωπος. Είναι και περίεργο και αξιοθαύμαστο και φοβερό ον, ενδιάμεσο μεταξύ θεού και φύσης, προικισμένο με νου και λόγο και κίνηση, δηλαδή ον δραστήριο που σκέφτεται και εκφράζεται και πραγματοποιεί τη σκέψη και το λόγο του στον κόσμο. Και η δράση του αυτή δεν είναι αμελητέα, το αντίθετο, μεταβάλλει τα πράγματα, τη φύση, την κοινωνία, άλλοτε προς το καλύτερο, άλλοτε, συχνότερα, προς το χειρότερο. Αλλά γιατί λέγονται όλα αυτά, εκ πρώτης όψεως εκτός θέματος, έξω από το ζήτημα, ασύνδετα με το πρόβλημα του τέλους της εποχής;      Μα γιατί μόλις διατυπώθηκε αυτή η σκέψη για το τέλος της εποχής, μόλις γράφτηκαν αυτές οι λέξεις, μόλις έλαβαν μια υπόσταση στον ορατό κόσμο, ευθύς αμέσως άρχισε η σκέψη να τις εξετάζει με απορία και ο νους να τις αντιμετωπίζει με θαυμασμό και η καρδιά να τις φοβάται για τα επακόλουθα τους. Άρχισε αμέσως μια κίνηση αντίθετη στη δημιουργία τους, μια επιθυμία καταστροφής τους, μια αποδόμηση, όπως θα έλεγε ο Ντερριντά, αλλά που το έχει πει πολύ πριν ο Πλάτων, αυτός που κάθε μεταγενέστερη φιλοσοφία δεν αποτελεί παρά μια υποσημείωση στο έργο του. Γράφομε "τέλος" σαν να είναι κάτι απλό, φυσικό, ουδέτερο. Τέλος είναι το τέρμα, η λήξη, το πέρας. Το τέλος της κινηματογραφικής ταινίας, η αποπεράτωση της οικοδομής, η ολοκλήρωση της ζωής. Αλλά έτσι ήδη μιλήσαμε για την καταστροφή του έργου, για τη λήξη της διαδικασίας οικοδόμησης, για τον θάνατο. Ιδού η αναίρεση της δράσης, η εμφάνιση του αντιθέτου, η εναντίωση. Φθάσαμε στη διαλεκτική, που ο Ηράκλειτος και ο πλατωνικός Γοργίας και ο Πλωτίνος ανέπτυξαν πριν ο Έγελος και ο Μαρξ και ο Μαρκούζε προσπαθήσουν να αντιγράψουν, με όχι μεγάλη επιτυχία, τα συμπεράσματα της αρχαίας σοφίας. Να λοιπόν που σε μια λέξη, με το πιο απλό της νόημα, φανερώθηκαν τα άδηλα και τα κρύφια του κόσμου, οι αντιθέσεις της φύσης, τα μυστήρια της φιλοσοφίας.
     Αλλά "τέλος" σημαίνει και τον σκοπό, το αποτέλεσμα, την επιδίωξη. Τέλος είναι η σκόπιμη δράση, ο στόχος του βέλους, η αποτελεσματική κίνηση. Εδώ πλέον δεν υπάρχει το βάθος του χρόνου, αλλά η έκταση του χώρου. Υπάρχει μια μεταβολή που αφού σχεδιαστεί στη σκέψη, έστω και κατ΄ ελάχιστο, αφού περάσει από τη γνώση στη βούληση, εξωτερικεύεται στον κόσμο και τον μεταβάλλει. Το τέλος λοιπόν αναγορεύεται σε κινητήρια δύναμη, σε έμβολο της ατμομηχανής του Τρότσκυ, που πιέζεται από τον ατμό, σε μαμή της ιστορίας κατά τη μαρξική διαλεκτική. Αυτές οι απροσδόκητες συνέπειες προκύπτουν μόνο και μόνο γιατί γράφτηκε η λέξη "τέλος" και ερμηνεύτηκε με τα σημαινόμενα της, μέσα στη σημειολογία της. Το όνομα του ρόδου λοιπόν δεν είναι γυμνό, όπως το παρουσιάζει ο Έκο, ο μεγάλος νομιναλιστής, αλλά ντυμένο με το πιο πολύτιμο ένδυμα της ιστορίας, είναι η Ρόδος της εγελιανής φιλοσοφίας του δικαίου, είναι η αλλαγή της ζωής μας από τη δουλεία της έννοιας στην ελευθερία του λόγου και στη δημιουργική πράξη.
     Και τέλος, ας μην παραλείψομε να εξετάσομε και την τελευταία ερμηνεία του "τέλους", καθόλου τελευταίας είναι αλήθεια για τους φορολογούμενους, όσους πληρώνουν φορολογικά τέλη, και όσους επωφελούνται από τους φόρους των άλλων. Εδώ πια προβάλλει μια μεγάλη σειρά συνωνύμων στη δημοσιονομική πολιτική, στην πολιτική οικονομία, στην κοινωνική θεωρία και πολιτική γενικότερα. Αρκεί να θυμηθεί κανείς την αθηναϊκή δημοκρατία που στηρίκτηκε στα τέλη των συμμάχων της, την αμερικανική επανάσταση κατά των φόρων της βρετανικής αυτοκρατορίας, τις αστικές επαναστάσεις κατά της φορολογίας του βασιλιά. Ολόκληρη η ιστορία των επαναστάσεων, η ιστορία της πάλης των τάξεων, η ιστορία του κράτους στην καπιταλιστική, αλλά και στη σοσιαλιστική κοινωνία, εκτυλίχθηκε χάρη στο "τέλος".
     Τα προβλήματα όμως του τέλους, με ή χωρίς εισαγωγικά, πολλαπλασιάζονται στην εποχή μας, επίσης με ή χωρίς εισαγωγικά. Τι πιο εύκολο θα μου πείτε να μιλήσομε για την εποχή του χρόνου, για το τέλος της άνοιξης και τον ερχομό του καλοκαιριού, για τη φυσική αντίληψη της εποχής. Αλλά όταν μιλάμε για την εποχή μας, ως μιας μεγαλύτερης χρονικής περιόδου, για τον 21ο αιώνα λόγου χάρη, για την εποχή των μνημονίων ή για τη μεταμνημονιακή εποχή, τότε τα πράγματα αποκτούν άλλη σημασία. Τότε πρέπει να αναφέρομε το διεθνές περιβάλλον, τις γαιοστρατηγικές μεταβολές, τα πολεμικά σενάρια στην περιοχή μας, τις οικονομικές επιπτώσεις των ανταγωνισμών ή μάλλον τους ανταγωνισμούς ως συνέπειες των οικονομικών κρίσεων, τις κοινωνικές αναστατώσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το ζήτημα της Ιταλίας, το Σκοπιανό ζήτημα, το Κυπριακό. Τότε πρέπει να μιλήσομε για την εποχή της "αυταπάτης", την εποχή της "κωλοτούμπας" και την εποχή του "'σανού". Για την εποχή πριν, κατά και μετά το Μνημόνιο. Για την εποχή της καταστροφής της χώρας μας, της εξαφάνισης της μεσαίας τάξης, της εξαθλίωσης των εργαζομένων και των συνταξιούχων, της φυγής της νεολαίας, του ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας, της αλλοτρίωσης της παραγωγικής βάσης της οικονομίας, των πλειστηριασμών και των αυτοκτονιών, της εθνικής καταισχύνης με την παραχώρηση του ονόματος της Μακεδονίας, της ομηρίας των στρατιωτικών μας, των θαλασσίων και αεροπορικών επεισοδίων με τους "συμμάχους" γείτονες. Και για τις εποχές της ευθύνης του προσηλωμένου στο δυτικό και ευρωπαϊκό στρατόπεδο πολιτικού κόσμου, της ευθύνης της Δικαιοσύνης που έκρινε συνταγματικό το Μνημόνιο, της ευθύνης της Αριστεράς και της δεξιάς της κυβέρνησης, της ευθύνης του λαού που ανέδειξε και ανέχεται αυτές τις κυβερνήσεις. Για την εποχή των ανέμων που έσπειραν όλοι οι μνημονιακοί, κυβερνήτες, ελίτ και συνεργάτες, και για την εποχή των θυελών που ήδη διέρχονται όλοι οι υπόλοιποι έλληνες και που είναι βέβαιο ότι θα θερίσουν και οι ίδιοι οι σπορείς των ανέμων.
     Αλλά η εποχή είναι και φιλοσοφική έννοια, είναι φιλοσοφικός λόγος και φιλοσοφική στάση μπροστά στο ζήτημα της γνώσης και της πράξης. Είναι ο σκεπτικισμός του Πύρρωνα, του Σέξτου και του Μονταίνιου, αυτών των γιγάντων της αρχαίας και της νεότερης σκέψης, που μπροστά στην ακραία αντίθεση δογματισμού και κριτικισμού, παραμένουν αμέτοχοι, σκεπτικοί, επέχοντες. Η εποχή τους είναι η συγκράτηση, η αμφισβήτιση, η απόσταση, η επιφύλαξη για την τελική κρίση, η αποφυγή του διλήμματος της φιλοσοφίας που χωρίζει αιωνίως τον κόσμο, μεταξύ Πλάτωνα και Αριστοτέλη, μεταξύ ιδεαλισμού και υλισμού, μεταξύ κράτους και επανάστασης. Αλλά το πρόβλημα της φιλοσοφίας και κατ΄ επέκταση της ζωής, δεν είναι η άκριτη αποδοχή παρατάξεως, η αποδοχή ή όχι της δυνατότητας της γνώσης, η επιλογή της πηγής και του αντικειμένου της γνώσης. Απέναντι στον δογματισμό, στον σκεπτικισμό και στον κριτικισμό στέκεται η διαλεκτική, αυτή που συναιρεί σε κάθε περίπτωση τις αντιφάσεις, αυτή που τις ξεπερνά η τις διατηρεί εναρμονισμένες, συγκρητιστικά, μέσα στον αιώνιο κύκλο του γίγνεσθαι, αυτή που πίσω από τα φαινόμενα αναζητεί την ουσία, το όντως ον, το είναι. Είναι όμως πρόβλημα φιλοσοφικό η εποχή της διαλεκτικής, που αρνείται να ερμηνεύσει, να αντιληφθεί και να κατευθύνει τα γεγονότα της εποχής, την εκούσια υποταγή της πολιτικής στην οικονομία, την παράδοση άνευ όρων μιας χώρας στα δεσμά των ισχυρών, την τριπλή επανάληψη αυτής της πρακτικής. Την ανατροπή κάθε αντίστασης από την ίδια την αντίσταση, την οικειοποίηση αυτής πρακτικής από την ίδια την άρνηση της, τη δικαίωση αυτής της υποταγής από την απόρριψη της. Κανείς Γράκχος δεν θα μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του πατρίκιο. Καμιά Μαντάμ Ρολάν δεν θα μπορούσε να γίνει τόσο επίκαιρη με τα τελευταία της λόγια για τα εγκλήματα εν ονόματι της ελευθερίας. Κανείς Λένιν δεν θα μπορούσε να προβλέψει πόσο διαστροφικά θα εφαρμοζόταν η τακτική των βημάτων προς τα πίσω στις μέρες μας. Σε αυτές τις περιπτώσεις η διαλεκτική, η φιλοσοφία, η λογική απέχουν.
     Η εποχή λοιπόν δεν είναι θέμα μόνο της φυσικής, αλλά και της φιλοσοφίας, της διαλεκτικής, είναι όμως και θέμα της ηθικής, κατά την τριμερή πλατωνική διάκριση των επιστημών (φυσική, διαλεκτική, ηθική). Είναι ηθικό θέμα της πολιτικής η αποχή από την πολιτική. Είναι πολιτικό θέμα η αδρανοποίηση, η ουδετεροποίηση, η εγκατάλειψη της πολιτικής. Επειδή είναι "ουκ απράγμονα αλλ΄ αχρείον" κατά τον Θουκυδίδη, είναι "νόσον πόλεως" κατά τον Πλάτωνα, είναι "βάναυσον" κατά τον Αριστοτέλη, τον "μηδέν τώνδε μετέχοντα". Και υπάρχουν παραδείγματα των συνεπειών της αποχής, από τη νεότερη ιστορία μας, με κορυφαίο την αποχή της Αριστεράς από τις εκλογές του 1946 και τον εμφύλιο που επακολούθησε. Η εποχή λοιπόν υπό την πολιτική της έννοια, η αποχή από τον αγώνα, η αποχή από τις εκλογές, η αποχή από την κριτική, είναι η αποκορύφωση του τέλους της πολιτικής.
     Βρισκόμαστε στο τέλος μιας εποχής, στις παραμονές της λεγόμενης εξόδου από το Μνημόνιο, στις προετοιμασίες της μεταμνημονιακής εποχής. Αυτή η νέα εποχή θα μετατρέψει το Μνημόνιο από πρόσκαιρο σε μόνιμο, θα μεταβάλλει την Ελλάδα από χώρα υπό επιτήρηση σε κράτος παρία της Ευρώπης, θα αφελληνίσει ότι ελληνικό, προς δόξα της Ευρώπης της λιτότητας, της καπιταλιστικής Ευρώπης, της βαρβαρικής, ληστρικής, δολοφονικής ευρωπαϊκής πολιτικής. Με αυτή την Ευρώπη έχουν συμμαχήσει και οι κυρίαρχες τάξεις στην Ελλάδα, παρασύροντας και ένα τμήμα του ελληνικού λαού. Ένα άλλο τμήμα απέχει, αρνούμενο να στρατευτεί στον αγώνα για τη σωτηρία της πατρίδας και τη δική του. Μέχρι τώρα υπήρχε έστω μια περίοδος αναμονής, αδράνειας, ελπίδας. Αλλά πλέον το εφιαλτικό, απαίσιο, φρικώδες πρόσωπο της νέας εποχής δεν μπορεί να κρυφθεί. Μόνιμες περικοπές συντάξεων και μισθών σε επίπεδα εξαθλίωσης, εξοντωτική φορολογία κάθε είδους, εθνική ταπείνωση ως εθνική στρατηγική, προς δόξαν των αγορών, των δανειστών και των "θεσμών", ιδού το ελληνικό μέλλον, προς το οποίο προχωρούμε. Απέναντι σε αυτή τη χρονική εποχή, ενάντια σε κάθε διαλεκτική θέση της εποχής, κόντρα σε οποιαδήποτε πολιτική εποχής, αποτελεί χρέος καθενός να τοποθετηθεί, να αναλάβει την ευθύνη του, να την αποκρούσει. Το τέλος της εποχής έχει σημάνει.